- παρώπια
- παρώπιαblinkersneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρωπία — η, Α 1. η κόχη τού ματιού προς τα πλάγια, προς το αφτί 2. η παρωπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ωπία (< ωπός < ὄπωπα*), πρβλ. οξυ ωπία] … Dictionary of Greek
παρώπια — τὰ, Α οι παρωπίδες τού αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ώπια (< *ὤψ, ὤπός «μάτι» < ὄπωπα*), πρβλ. υπ ώπια] … Dictionary of Greek
παρωπίαι — παρωπίᾱͅ , παρωπία corner of the eye fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωπίοις — παρώπια blinkers neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)